κρίνα

κρίνα
κρίνᾱ , κρίνον
white lily
neut nom/voc/acc pl (doric aeolic)
κρίνον
white lily
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κρίνα — κρίνα, ἡ (Μ) κρίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνος με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • κρῖνα — κρίνω separate aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακρίνω — κρινα, κρίθηκα, κριμένος, με ερωτήσεις προσπαθώ να εξακριβώσω την αλήθεια: Ανακρίθηκε κοντά τρεις ώρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρίν' — κρίνα , κρίνον white lily neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • κρίνινος — η, ο (Α κρίνινος, ίνη, ον) [κρίνος] 1. παρασκευασμένος από κρίνα 2. (το ουδ. ως ουσ. κατά παράλειψη τής λ. μύρον) κρίνινον μύρο από κρίνα …   Dictionary of Greek

  • Diafana Krina — on a live gig, July 2007 Background information Origin Greece Genres …   Wikipedia

  • MENSIS — ex metior, quasi numerus dierum mensus: vel ex Graeco μὴν, ἀπὸ τῆς Μήνης, i. e. Luna, dictus, inter Numina Gentilium, vide supra Menis: proprie spatium illud est, quô Luna Signiferum percurrit, et eôdem, unde instituit cursum, revertitur: Cui… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κρινέλαιον — κρινέλαιον, τὸ (Μ) έλαιο που εξάγεται από κρίνα …   Dictionary of Greek

  • κρινόμυρον — κρινόμυρον, τὸ (Α) μύρο από κρίνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”